παρεξαλλάττω

παρεξαλλάττω
ΜΑ [εξαλλάττω]
1. αλλάζω κάτι κάπως
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) περεξηλλαγμένος, -η, -ον
α) διαφορετικός («ἡ τόλμα... ἐνέργειά τίς ἐστι παρεξηλλαγμένη τοῡ συνήθους»)
β) παράδοξος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”